Η πρώτη μου επαφή με τον Αγγελόπουλο ήταν στις μεταμεσονύκτιες προβολές της παλιάς «κινηματογραφικής λέσχης». Τέλη δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80. Η δεξιά «έπνεε τα λοίσθια» και το ΠΑΣΟΚ κάλπαζε προς την εξουσία («λαός-ΠΑΣΟΚ στην εξουσία»). Έντονες οι κοινωνικές διεργασίες, συνεχείς οι λαϊκές κινητοποιήσεις, καθημερινές οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, ατέλειωτα τα πολιτικά «πηγαδάκια»… Πολιτικοποίηση, ριζοσπαστικοποίηση, αέρας «αλλαγής»…
Για μας τους μαθητές της επαρχίας, οι προβολές της «κινηματογραφικής λέσχης», αποτελούσαν πραγματική μυσταγωγία. Μια φορά την εβδομάδα, άλλοτε στα «Αστέρια» (τις καθημερινές έπαιξε μόνο ταινίες πορνό), άλλοτε στον όροφο του «Παλλάς» (καθημερινά έπαιξε Μπρους Λι, καράτε και γουέστερν-σπαγγέτι) και άλλοτε στον «Γαλαξία» (ο «ποιοτικός» κινηματογράφος της εποχής) νοιώθαμε να παίρνουμε βαθιές «τζούρες» από την «κοσμογονία» της εποχής. Η τότε «κινηματογραφική λέσχη» δεν ήταν, όπως σήμερα, κλειστό κλαμπ ολίγων σινεφίλ. Κάθε προβολή ήταν πολιτιστικό γεγονός για την Καρδίτσα. Απασχολούσε τις συζητήσεις μας στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στα «πηγαδάκια». Πολύ περισσότερο όταν προβάλλονταν ταινία του Αγγελόπουλου. Αδιαχώρητο στην αίθουσα. Ουρές στα εκδοτήρια. Θυμάμαι περιπτώσεις που στην οδό Καραϊσκάκη (μπροστά από το «Γαλαξία») ή στην οδό Δ. Εμμανουήλ (μπροστά από τα «Αστέρια») τα αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να διασχίσουν τον κόσμο που περίμενε για εισιτήριο. Πλατεία και εξώστης, γεμάτοι. Το ίδιο ασφυκτικά γεμάτοι και οι διάδρομοι. Μέχρι και τα άδεια τελάρα του «Κλιάφα» επιστρατεύαμε από το κυλικείο του σινεμά για να δούμε καθιστοί την ταινία. Και όχι μια «κανονική» ταινία, αλλά ταινία του Αγγελόπουλου. Τριών και τεσσάρων ωρών. Με το φακό να αποφεύγει το εύκολο, το εύπεπτο, το κλισαρισμένο... Ρυθμοί, εναλλαγές και πλάνα αργά, βαριά, βασανιστικά, ώστε το βλέμμα να μην αιχμαλωτίζεται από το φακό, η σκέψη να μην παρασύρεται από την πλοκή, ο θεατής να μην καθοδηγείται από τον σκηνοθέτη, ο σκηνοθέτης να μην υπαγορεύει στο θεατή…Και κάθε ταινία, κάθε σκηνή ήταν για μας τους μαθητές αφορμή για ατέλειωτη συζήτηση, για τέτοια ή αλλιώτικη ερμηνεία, για διαφωνίες, για συμφωνίες, για κριτική…. Και μέσα στο σκοτάδι, στις «μέρες του ‘36», στο «θίασο», στους «κυνηγούς», όταν στην οθόνη έβλεπες τα λάβαρα με το σφυροδρέπανο να ανεμίζουν, όταν άκουγες το χωνί, όταν έβλεπες τα συνθήματα στους τοίχους, όταν έβλεπες τα πανό να ξεδιπλώνουν και τη διαδήλωση να ξεχύνεται, όταν έβλεπες τους αντάρτες ηττημένους και προδομένους να παραδίδουν τα όπλα τους(σκηνή από το «Θίασο» που γυρίστηκε στη πόλη μας, στο αίθριο της παλιάς δημοτικής αγοράς) ήταν πολλές οι φορές που τα μάτια βούρκωναν, που κρυφά σκούπιζες ένα δάκρυ, που ένας κόμπος κατέβαινε στο στήθος σου, που μια γροθιά πείσμωνε τη θέλησή σου.
Με τα χρόνια είδα αλλιώς τον Αγγελόπουλο. Αποκωδικοποίησα διαφορετικά τις ταινίες του απ’ ότι στα μαθητικά μου χρόνια. Σήμερα είναι περισσότερες οι διαφωνίες μου με την οπτική του, με την προσέγγισή του, με την αριστερά της ήττας που κυρίως πραγματεύτηκε στις ταινίες του. Ακόμα και έτσι όμως, πάλι στην ίδια όχθη τον αισθάνομαι. Όπως οι ταινίες του έτσι και ο θάνατός του φέρνει πάλι ένα κόμπο στο στήθος μου.
Ολιγόλογος και συγκλονιστικός ο αποχαιρετισμός του από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Τον αντιγράφω: «Αποχαιρετούμε τον ποιητή του Χρόνου και της Ιστορίας, τον ραψωδό της ερημωμένης πατρίδας, της πατρίδας που διαρκώς εξεγείρεται. Αποχαιρετούμε τον διαλεκτικό της επανάστασης και της ήττας, της εξορίας και της επιστροφής, του διωγμού, της προσφυγιάς και της αναζήτησης, της ενσωμάτωσης και της σύγκρουσης. Αποχαιρετούμε τον τραγικό του τέλους του 20ού αιώνα, τον επικό των σπαραγμένων Βαλκανίων, τον λυρικό των ξεριζωμένων λαών. Αποχαιρετούμε τον οραματιστή που ξαναέδειξε γυμνή την Ελλάδα, τον ανατόμο της ιστορικής επιλογής. Αποχαιρετούμε το καθαρό βλέμμα του ριζοσπάστη αισθητικού. Το σώμα του έσβησε εκεί όπου ετάχθη. Η σκέψη και οι εικόνες του ανήκουν στη μνήμη του λαού μας».
Για μας τους μαθητές της επαρχίας, οι προβολές της «κινηματογραφικής λέσχης», αποτελούσαν πραγματική μυσταγωγία. Μια φορά την εβδομάδα, άλλοτε στα «Αστέρια» (τις καθημερινές έπαιξε μόνο ταινίες πορνό), άλλοτε στον όροφο του «Παλλάς» (καθημερινά έπαιξε Μπρους Λι, καράτε και γουέστερν-σπαγγέτι) και άλλοτε στον «Γαλαξία» (ο «ποιοτικός» κινηματογράφος της εποχής) νοιώθαμε να παίρνουμε βαθιές «τζούρες» από την «κοσμογονία» της εποχής. Η τότε «κινηματογραφική λέσχη» δεν ήταν, όπως σήμερα, κλειστό κλαμπ ολίγων σινεφίλ. Κάθε προβολή ήταν πολιτιστικό γεγονός για την Καρδίτσα. Απασχολούσε τις συζητήσεις μας στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στα «πηγαδάκια». Πολύ περισσότερο όταν προβάλλονταν ταινία του Αγγελόπουλου. Αδιαχώρητο στην αίθουσα. Ουρές στα εκδοτήρια. Θυμάμαι περιπτώσεις που στην οδό Καραϊσκάκη (μπροστά από το «Γαλαξία») ή στην οδό Δ. Εμμανουήλ (μπροστά από τα «Αστέρια») τα αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να διασχίσουν τον κόσμο που περίμενε για εισιτήριο. Πλατεία και εξώστης, γεμάτοι. Το ίδιο ασφυκτικά γεμάτοι και οι διάδρομοι. Μέχρι και τα άδεια τελάρα του «Κλιάφα» επιστρατεύαμε από το κυλικείο του σινεμά για να δούμε καθιστοί την ταινία. Και όχι μια «κανονική» ταινία, αλλά ταινία του Αγγελόπουλου. Τριών και τεσσάρων ωρών. Με το φακό να αποφεύγει το εύκολο, το εύπεπτο, το κλισαρισμένο... Ρυθμοί, εναλλαγές και πλάνα αργά, βαριά, βασανιστικά, ώστε το βλέμμα να μην αιχμαλωτίζεται από το φακό, η σκέψη να μην παρασύρεται από την πλοκή, ο θεατής να μην καθοδηγείται από τον σκηνοθέτη, ο σκηνοθέτης να μην υπαγορεύει στο θεατή…Και κάθε ταινία, κάθε σκηνή ήταν για μας τους μαθητές αφορμή για ατέλειωτη συζήτηση, για τέτοια ή αλλιώτικη ερμηνεία, για διαφωνίες, για συμφωνίες, για κριτική…. Και μέσα στο σκοτάδι, στις «μέρες του ‘36», στο «θίασο», στους «κυνηγούς», όταν στην οθόνη έβλεπες τα λάβαρα με το σφυροδρέπανο να ανεμίζουν, όταν άκουγες το χωνί, όταν έβλεπες τα συνθήματα στους τοίχους, όταν έβλεπες τα πανό να ξεδιπλώνουν και τη διαδήλωση να ξεχύνεται, όταν έβλεπες τους αντάρτες ηττημένους και προδομένους να παραδίδουν τα όπλα τους(σκηνή από το «Θίασο» που γυρίστηκε στη πόλη μας, στο αίθριο της παλιάς δημοτικής αγοράς) ήταν πολλές οι φορές που τα μάτια βούρκωναν, που κρυφά σκούπιζες ένα δάκρυ, που ένας κόμπος κατέβαινε στο στήθος σου, που μια γροθιά πείσμωνε τη θέλησή σου.
Με τα χρόνια είδα αλλιώς τον Αγγελόπουλο. Αποκωδικοποίησα διαφορετικά τις ταινίες του απ’ ότι στα μαθητικά μου χρόνια. Σήμερα είναι περισσότερες οι διαφωνίες μου με την οπτική του, με την προσέγγισή του, με την αριστερά της ήττας που κυρίως πραγματεύτηκε στις ταινίες του. Ακόμα και έτσι όμως, πάλι στην ίδια όχθη τον αισθάνομαι. Όπως οι ταινίες του έτσι και ο θάνατός του φέρνει πάλι ένα κόμπο στο στήθος μου.
Ολιγόλογος και συγκλονιστικός ο αποχαιρετισμός του από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Τον αντιγράφω: «Αποχαιρετούμε τον ποιητή του Χρόνου και της Ιστορίας, τον ραψωδό της ερημωμένης πατρίδας, της πατρίδας που διαρκώς εξεγείρεται. Αποχαιρετούμε τον διαλεκτικό της επανάστασης και της ήττας, της εξορίας και της επιστροφής, του διωγμού, της προσφυγιάς και της αναζήτησης, της ενσωμάτωσης και της σύγκρουσης. Αποχαιρετούμε τον τραγικό του τέλους του 20ού αιώνα, τον επικό των σπαραγμένων Βαλκανίων, τον λυρικό των ξεριζωμένων λαών. Αποχαιρετούμε τον οραματιστή που ξαναέδειξε γυμνή την Ελλάδα, τον ανατόμο της ιστορικής επιλογής. Αποχαιρετούμε το καθαρό βλέμμα του ριζοσπάστη αισθητικού. Το σώμα του έσβησε εκεί όπου ετάχθη. Η σκέψη και οι εικόνες του ανήκουν στη μνήμη του λαού μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου